- διλοχίτης
- ο (Α διλοχίτης) [διλοχία]νεοελλ.στρατιώτης που ανήκει σε διλοχίααρχ.αρχηγός διλοχίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διλοχίτης — commander of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)